Ἡ Μονή πέραν τῶν ἄλλων, διαθέτει ἕνα πολύ καλά ὀργανωμένο Λαογραφικό Μουσεῖο μέ πληθώρα ἐκθεμάτων, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό παλαιότερες νοσταλγικές ἐποχές πού ἔφυγαν ἀνεπιστρεπτί, ἀλλ’ ὅμως σημάδεψαν μέ ἀνεξίτηλα ἴχνη τίς πολλές καί ἐνδιαφέρουσες σελίδες τῆς ἱστορίας της. Ἡ ἵδρυση τοῦ Μουσείου ὀφείλεται στόν μακαριστό Ἡγούμενο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος θέλησε ἔτσι νά ἀξιοποιήσει δεκάδες τετραγωνικά μέτρα ἀχρηστευμένων καί πεπαλαιωμένων χώρων ἐντός τοῦ ἐσωτερικοῦ περιβόλου, στήν πλειονότητά τους ὑπογείων, πού παλαιότερα στέγαζαν τό Κελλάρι, Ἀποθῆκες καί τό πρῶτο Μαγειρεῖο τῆς Μονῆς.
Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, προκειμένου νά ὑλοποιήσει μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν δημιουργία τοῦ Μουσείου, ἀνέθεσε τήν ὅλη ἐπιμέλεια τῶν ἐργασιῶν στόν καλό του φίλο καί συνεργάτη ἐκείνων τῶν χρόνων, ἀείμνηστο Ἰ. Μ. Χατζηφώτη. Χρειάστηκαν πολύμηνες προετοιμασίες, πού ἀπέδωσαν βέλτιστα ἀποτελέσματα. Οἱ ὑπάρχοντες χῶροι ἑνοποιήθηκαν χωρίς νά ἀλλοιωθεῖ ἡ ἀρχική μορφή τους, καθαρίστηκαν, πλακοστρώθηκαν, βάφηκαν καί ἠλεκτροφωτίστηκαν. Τό κάθε ἀντικείμενο πού νωρίτερα ἀντιμετώπιζε τήν φθορά καί τήν σήψη, ἔλαβε τήν κατάλληλη θέση, προβλήθηκε καί ἀξιοποιήθηκε μοναδικά. Τά ἐγκαίνια τέλεσε τόν Αὔγουστο τοῦ 1992 ὁ τότε Μητροπολίτης Ρόδου Ἀπόστολος (Διμέλης).
Τό Μουσεῖο μεταξύ ἄλλων, περιλαμβάνει τό χῶρο τοῦ παμπάλαιου Κελλαριοῦ, ὅπου ὁ ἐπισκέπτης μέχρι καί σήμερα θαυμάζει τόν φιλοσοφημένο τρόπο ἀξιοποίησης τῶν κλιματικῶν ἰδιοτήτων τοῦ ὑπογείου. Οἱ πρώτοι Μοναχοί ἐξόρυσαν οὐσιαστικά μία σήραγγα-θάλαμο στό ἐπικλινές ἔδαφος τῆς πλαγιᾶς, ἐντός τῆς ὁποίας τοποθέτησαν πακτωμένα στό δάπεδο τεράστια πήλινα πιθάρια, πού ἀποθήκευαν λάδι, ἐλιές, τυρί, παστά καί ἄλλες παρόμοιες τροφές, τῶν ὁποίων ἡ συντήρηση ἀπαιτεῖ ψυχρό καί σταθερό μικροκλίμα. Πραγματικά ἡ θερμοκρασία ἐδῶ διαφοροποιεῖται ἐλάχιστα, ἀσχέτως μέ τήν ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν! Ἐπιπλέον δέ, ἐπάνω τῆς θολωτῆς ὀροφῆς στηρίζονται δύο ἀκόμη ὄροφοι τῆς νοτίας πτέρυγας τῆς Μονῆς.
Στό ἴδιο τμῆμα τοῦ Μουσείου, βρίσκονται κατά παράταξη τά παλαιά δρύϊνα κρασοβάρελα, οἱ χειροποίητες γυάλινες νταμιζάνες καί χάλκινα τμήματα ἑνός ἀποστακτῆρα, τόν ὁποῖον μέχρι πρό τινος ἡ Μονή χρησιμοποιοῦσε γιά τήν παραγωγή τσικουδιᾶς, ἀπό τά ἄφθονα ἀποξηραμένα σῦκα τῶν κτημάτων της.
Ἐντυπωσιακή εἶναι ἐπίσης ἡ μικρή συλλογή ἐναλίων ἀρχαιοτήτων, πού περιλαμβάνει κυρίως ὀξυπύθμενους ἀμφορεῖς καί ἄλλα πήλινα σκεύη, ἡ πλειονότητα τῶν ὁποίων ἀνήκει στήν Ρωμαϊκή ἐποχή. Ὅλα τοῦτα ἀποτελοῦν ἀφιερώματα πίστεως σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τόν Παμμέγιστο Ἀρχάγγελο τῶν βουτηχτάδων τοῦ νησιοῦ, οἱ ὁποῖοι κατά τίς σπογγαλλιευτικές καταδύσεις τους συναντοῦσαν στόν βυθό ἀρχαῖα ναυάγια καί ἀνέσυραν ἀπ’ τά ἀμπάρια τους τά πλέον καλοδιατηρημένα ἀγγεῖα.
Ἕνας μικρός χῶρος-κατακόμβη, ἔχει χρεωστικά ἀφιερωθεῖ στήν ἱερή μνήμη τῶν τριῶν ἐθνομαρτύρων Ἡρώων Ἡγουμένου Χρυσάνθου Μαρουλάκη, Μιχαήλ Λάμπρου, Φλώρου Ζουγανέλη, οἱ ὁποῖοι ἐκτελέστηκαν ἀπό τούς Ἰταλούς κατακτητές τόν Φεβρουάριο τοῦ 1944. Ἐκεῖ φυλάσσεται ἀσύρματος καί ὁρισμένα ἄλλα ἀντικείμενα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Σ’ ἄλλο σημεῖο σώζεται τό πρῶτο Μαγειρεῖο μέ τήν χαρακτηριστική «τσιμιά», δηλ. τό χῶρο τῆς ἐστίας πού καύσιμη ὕλη του εἶχε τά ξῦλα. Τά χρόνια ἐκεῖνα, σέ μεγάλα ὀρειχάλκινα καζάνια μαγειρευόταν ἐκεῖ μεγάλη ποσότητα φαγητοῦ, γιά νά καλυφθοῦν ἔτσι ἐπαρκῶς οἱ ἀνάγκες τῶν πολυαρίθμων ἐργατῶν ἀλλά καί τῶν προσκυνητῶν τοῦ Ἀρχαγγέλου.
Ὁ ἐπισκέπτης θά ἐντοπίσει ἐπίσης δεκάδες ἀγροτικά, ξυλουργικά καί ἄλλων εἰδῶν ἐργαλεῖα, θά σταθεῖ ἐμπρός στόν αὐθεντικό χειροποίητο ἀργαλειό καί θά θαυμάσει τίς παραδοσιακές τοπικές ἐνδυμασίες τοῦ νησιοῦ.
Ἡ περιήγηση λήγει στό χῶρο τοῦ σαλονιοῦ, ὅπου πολύ πετυχημένα τά παλαιά ἔπιπλα καί ἀντικείμενα, συνθέτουν διαχρονική εἰκόνα ἰσορροπίας, ἀναδίδοντας ἄρωμα ἀτέρμονης νοσταλγικῆς μνήμης, βάλσαμο ψυχῆς γιά τόν κουρασμένο στρατοκόπο τῆς πολύβουης σύγχρονης καθημερινότητας.