Τό Παρεκκλήσιο αὐτό ἀποτελεῖ κορυφαία ἔκφραση εὐλαβείας τοῦ ἀειμνήστου Καθηγουμένου Γαβριήλ στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ τοῦ ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης Του τό ἔτος 1983, ἔλαβε τό χρίσμα τῆς Ἱερωσύνης. Συνοπτικά ἡ ἱστορία τοῦ Παρεκκλησίου ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἀπό ἀμνημόνευτα ἔτη στήν Μεγάλη Τράπεζα καί συγκεκριμένα δεξιά τοῦ «Ὑπερώου», ὑπῆρχε μία μικρή κενή θολωτή αἴθουσα, τήν ὁποία οἱ παλαιοί Πατέρες ἀποκαλοῦσαν «Ἅη-Γιάννη». Ὁ χῶρος αὐτός βρίσκεται ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπό τόν παλαιό ξυλόφουρνο, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι προσβάσιμος ἀπό τήν ἀνατολική ἐξωτερική πλευρά τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς. Ἔτσι κατά τά παλαιά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἡ σοφία τῶν Πανορμιτινῶν Πατέρων, ἀξιοποίησε μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν θερμική ἐνέργεια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φούρνου, διοχετεύοντάς την στό δάπεδο τοῦ Παρεκκλησίου, προσφέροντας παράλληλα στό χῶρο μιά πρωτότυπη «ὑποδαπέδια» θέρμανση. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τό ζεστό Παρεκκλήσιο τοῦ Προδρόμου, ἦταν ὁ ἱδανικότερος χῶρος τελέσεως τῶν καθημερινῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν κατά τούς κρύους μῆνες τοῦ χειμῶνα. Μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων ὅμως καί κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, τό Παρεκκλήσιο ἐγκαταλείφθηκε καί ἐρήμωσε.
Ὁ Γέροντας ἐκ τῆς θέσεως τοῦ Ἡγουμένου, ἀποφάσισε νά ἀξιοποιήσει αὐτόν τόν ξεχασμένον ἱερό χῶρο καί νά τόν παραδώσει καί πάλι στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν τιμή τοῦ ὑπερτέρου τῶν Προφητῶν, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἔτσι τό ἔτος 1987 μέ δικές του δαπάνες καί τήν προσωπική του ἐπιστασία, ὁ χῶρος ἀνακαινίζεται ριζικά καί ἀποκτᾶ σταδιακά τήν ἁρμόζουσα γιά Ὀρθόδοξο Ναό μορφή καί τάξη. Τέλος τό ἔτος 2005, δηλαδή ἕνα χρόνο πρίν ὁ Γέροντας ἀφήσει τό μάταιο τοῦτο κόσμο, καλεῖ τόν ἐκ Καρπάθου καταξιωμένο ἁγιογράφο Ἰωάννη Τσέρκη, ὁ ὁποῖος ἱστορεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἐσωτερικά τό Παρεκκλήσιο. Λίγο ἀργότερα ὁ ἴδιος ἁγιογράφος, ἱστορεῖ καί διακοσμεῖ ἐπίσης τόν πολύ ἰδιαίτερο χῶρο τοῦ «Ὑπερώου», ἔξω ἀπ’ αὐτό.