Μέ λαμπρότητα ἑορτάστηκε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ταξιάρχου μας ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν 25η Φεβρουαρίου 2018. Ἀφοῦ ἐτελέσθη πανηγυρικῶς ὁ Ὄρθρος τῆς ἑορτῆς μέ τά θεόπνευστα ὑμνογραφήματα τῶν Ἁγίων Πατέρων πού ἀπέδωσαν μελωδικότατα οἱ Ἱεροψάλτες μας καί ἡ Θεία Λειτουργία ἀπό τόν Ἡγουμ. π. Ἱερόθεο, ἔλαβε χώρα ἡ λιτάνευσις τῶν ἱ. Εἰκόνων.
Ἐπικεφαλῆς ὁ ἄξιος Λειτουργός μέ τό ἱερό Εὐαγγέλιον ἀνά χεῖρας καί ἀκολουθώντας ὁ πιστός Λαός τοῦ Θεοῦ, πραγματοποιήθηκε πέριξ τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Ταξιάρχου ἡ λιτανεία τῶν ἱ. Εικόνων, τῶν κωδώνων χαρμοσύνως ἠχούντων, πού ἔληξε μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ Μεγάλου Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μετά τήν διανομή τοῦ ἀντιδώρου οἱ ἐκκλησιασθέντες ἀνέβηκαν στό «Ὑδραϊκό», ὅπου δέχτηκαν τήν μοναστηριακή φιλοξενία καί εἶχαν τήν εὐλογημένη εὐκαιρία νά βιώσουν τήν ἐκκλησιαστική διαπροσωπική ἐπι-κοινωνία.
Ἀκολουθεῖ ἡ ἱστορικο-θεολογική ἀναφορά στό γεγονός τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν Εἰκόνων τοῦ θεολόγου Καθηγητοῦ κ. Λ. Σκόντζου: «Ἡ Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Σύμπασα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μέ κάθε λαμπρότητα, μέ κύριο χαρακτηριστικό του ἑορτασμοῦ τήν περιφορά τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τήν ἀνάγνωση τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ ὅλους τούς ναούς.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νά ἑορτάζεται ἡ ἡμέρα αὐτή σέ ἀνάμνηση τῆς παύσης τῆς εἰκονομαχίας καί τῆς ὁριστικῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν εὐσεβῆ βασίλισσα τοῦ Βυζαντίου Θεοδώρα (μετέπειτα ἁγία της Ἐκκλησίας μας) στίς 4-3-843. Τό γεγονός αὐτό θεωρήθηκε μείζονος σημασίας διότι μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), ὁλοκληρώθηκε ἡ διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας (τριαδολογικό καί χριστολογικό δόγμα). Ἡ εἰκονομαχική ἔριδα (726-843) ὑπῆρξε ἄλλωστε ἕνας θλιβερός σταθμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία προξένησε ἀφάνταστη φθορά στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ὅμως ἀπό αὐτή τή λαίλαπα βγῆκε καί κάτι θετικό, ἡ διατύπωση τῆς θεολογίας τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία στήν οὐσία, ὅπως θά δοῦμε, εἶναι ἐπέκταση καί ἀνάπτυξη τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.
Ὅπως εἶναι γνωστό τό πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας τό προκάλεσαν παράγοντες ἔξω ἀπό τήν Ἑλληνοορθοδοξία. Ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Ἰσλαμισμός θεωροῦν τόν εἰκονισμό ὡς εἰδωλολατρία. Γενικά οἱ λαοί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀπεχθάνονται τήν εἰκονική τέχνη, γι’ αὐτό καί πέρασε αὐτή ἡ νοοτροπία στίς θρησκεῖες τους. Ἀντίθετα ὁ Ἑλληνισμός, ἡ πιό εὐγενική ἔκφραση τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, ὄχι μόνο δέχεται τόν εἰκονισμό, ἀλλά καί τόν προήγαγε σέ ὕψιστη τέχνη.
Ὁ Χριστιανισμός στήν ὀρθόδοξη μορφή του, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπόρριψε τίς προλήψεις τοῦ παρελθόντος καί υἱοθέτησε κάθε ἀξία πού προάγει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Ὁ Ἑλληνισμός ἔδωσε ἄπειρα στοιχεῖα χρήσιμα στή νέα πίστη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμός στήν γνήσια μορφή του μεταστοιχειώθηκε ὡς Χριστιανισμός καί συγκεκριμένα σέ Ἑλληνοορθοδοξία!
Ἡ ἀπαράμιλλη εἰκονική ἑλληνική τέχνη παραλήφθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί χρησιμοποιήθηκε γιά τήν ποιμαντική Της διακονία. Ἡ εἰκόνα ἀπό τήν ἐποχή τῶν κατακομβῶν μέχρι σήμερα λειτουργεῖ ὡς τό βιβλίο τῶν ἀγραμμάτων στούς ναούς. Γιά νά εἶναι αὐτό σύμφωνο μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Πατέρες διατύπωσαν προσεκτική διδασκαλία σύμφωνη μέ τίς βιβλικές ἐπιταγές.
Βεβαίως ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπαγορεύει ρητά τήν προσκύνηση ὁμοιωμάτων -εἰδώλων τοῦ Θεοῦ (Ἔξοδ. 20, 4), ἀλλά μέχρι τότε ὁ Θεός ἦταν ἄγνωστος στούς ἀνθρώπους, καί γι' αὐτό εἶχαν ἀντικαταστήσει τή λατρεία τοῦ Θεοῦ μέ ξόανα καί ἄλλα ὁμοιώματα. Αὐτή τή λατρεία ἀπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη, τήν ἐποχή τῆς χάριτος, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰωάν.1,14). Τόν εἴδαμε, τόν ἀκούσαμε «καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν» Αὐτόν (Α΄ Ἰωα.1,1), «Ἡμεῖς δέ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα» (Ι. Δαμασκ. P.G. 94,1328). Ἡ πραγματική ἐνανθρώπησή Του μᾶς ὑποχρεώνει νά Τόν θεωροῦμε τέλειο ἄνθρωπο, ὅπως καί τέλειο Θεό. Κατά συνέπεια ὡς πραγματικός ἄνθρωπος μπορεῖ ἀκόμα καί νά εἰκονισθεῖ, διαφορετικά ἡ μή παραδοχή τοῦ εἰκονισμοῦ Του σημαίνει μή παραδοχή τῆς πραγματικῆς ἐνανθρώπησής Του.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀναδείχθηκαν μέσα ἀπό τή λαίλαπα τῆς εἰκονομαχίας, διατύπωσαν τό ὀρθόδοξο δόγμα μέ προσοχή καί εὐλάβεια. Ἡ προσκύνηση τῆς ἱερῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἄλλων ἱερῶν προσώπων τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι εἰδωλολατρία, ὅπως κατηγοροῦνταν ἀπό τούς εἰκονομάχους, ἀλλά ἡ τιμή ἀπευθύνεται πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος P.G. 32,149) καί «Προσκυνοῦμεν δέ ταῖς εἰκόσιν οὐ τῇ ὕλῃ προσφέροντες τήν προσκύνησιν, ἀλλά δι’ αὐτῶν τοῖς ἐν αὐταῖς εἰκονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P.G. 94 1356). Ἡ εὐλογία καί ἡ χάρη πού λαμβάνει ὁ πιστός ἀπό τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δίνεται ἀπό τό ζωντανό ἱερό πρόσωπο καί ὄχι ἀπό τήν ὕλη τῆς εἰκόνας.
Ἡ εἰκόνα ἔχει ἐπίσης τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μία εἰκόνα, σύμφωνα μέ γλωσσική ἔκφραση, ἀξίζει περισσότερο ἀπό χίλιες λέξεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέσω τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας οἱ πιστοί βοηθοῦνται νά ἀναχθοῦν στίς ὑψηλές πνευματικές θεωρίες καί στό θεῖο.
Οἱ εἰκονοκλαστικές ἀρχές τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου δυστυχῶς υἱοθετήθηκαν στή συνέχεια ἀπό διάφορες αἱρετικές ὁμάδες καί διασώζονται ὡς τίς μέρες μας. Οἱ διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες ἔχουν ὡς κύρια ἀρχή τούς τόν ἀνεικονισμό καί πολεμοῦν μέ λύσσα τήν Ὀρθοδοξία μας, ἡ ὁποία δέχεται τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς πίστεώς μας μέσω τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ἀπαντᾶμε στούς σύγχρονους εἰκονοκλάστες ὅτι ἡ Ἁγία μας Καθολική Ἐκκλησία καθόρισε ἐπακριβῶς τά ὅρια τῆς ἀλήθειας καί τῆς πλάνης. Μία προσεκτική ἀνάγνωση τοῦ «Συνοδικοῦ» τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού διαβάζεται στούς ναούς τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, περιχαρακώνει τήν βιβλική ἀλήθεια καί δίνει πειστική ἀπάντηση στούς ἐπικριτές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ εἰκονομαχία εἶναι ἀποστροφή πρός τήν ὕλη, ἀπόρροια τῶν αἱρετικῶν μανιχαϊστικῶν δοξασιῶν, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς πέρασαν μέσα στίς διδασκαλίες πολλῶν αἱρετικῶν ὁμάδων, ὅπως καί τῶν συγχρόνων μας αἱρετικῶν προτεσταντῶν.
Σέ ἀντίθεση μέ ὅλους αὐτούς τούς εἰκονοκλάστες, ἐμεῖς, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε τῆς ἀλήθειας καί ταυτόχρονα, ὡς Ἕλληνες, μετέχουμε τοῦ ὡραίου. Χάρη σ' αὐτές τίς δυό σταθερές διαφέρουμε ἀπό ὅλους τούς ἄλλους πού ἔχουν διαφορετικές πίστεις, ἔχουμε τό προβάδισμα στήν ἀληθινή πρόοδο καί τόν παγκόσμιο πολιτισμό καί ἀναγκάζονται οἱ ἄλλοι νά μᾶς ἀκολουθοῦν…».