Εὑρισκόμενοι στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα καί ἀκολουθώντας πιστά τό ἐκκλησιαστικό μηνολόγιο τοῦ Ἰανουαρίου, τοῦ μηνός τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑορτάσαμε σήμερα Κυριακή 17η Ἰανουαρίου σεμνοπρεπῶς τήν ἱερά μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου στό ὁμώνυμο Παρεκκλήσιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σωτῆρος, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἀποτελεῖ Μετόχιον τῆς Μονῆς τοῦ Ταξιάρχου μας.
Τό παλαίφατο Μοναστήρι βρίσκεται χτισμένο ἐδῶ καί αἰῶνες στήν κορυφή τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τοῦ Νησιοῦ, μέσα σ’ ἕνα γραφικότατο πυκνό κυπαρισσόδασος, τά χρώματα τοῦ ὁποίου σήμερα μετά ἀπό τήν ἔντονη νυχτερινή βροχή διαγράφονται ἰδιαίτερα ἔντονα καί τά πληθωρικά ἀρώματα πού ἀναδίδονται γύρω, διαπερνοῦν εὐχάριστα τήν ὄσφρηση. Σέ τοῦτο τό πανέμορφο περιβάλλον ἀρκετοί ἦταν ἐκεῖνοι πού προσῆλθαν γιά νά τιμήσουν τόν Μεγάλο Ὅσιο τῆς Ἐκκλησίας, «τόν ἀρχηγό τῶν ἀσκητῶν καί τῆς ἐρήμου τό μέγα κειμήλιον». Τό ταπεινό Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου βρίσκεται στήν νοτιοανατολική γωνία στό πρῶτο ἐπίπεδο τῶν ὀρόφων, μά ἦταν ἀδύνατο νά χωρέσει τήν λατρευτική αὐτή σύναξη καί ἔτσι ἡ Θ. Λειτουργία κατ’ ἀνάγκη τελέστηκε στόν πιό εὐρύχωρο Ναό τῆς Μονῆς, στό Καθολικό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Λειτουργός ἦταν ὁ ἀκούραστος π. Στέφανος Μακρῆς Γεν. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεως καί συλλειτουργός του ὁ νεοχειροτονούμενος Ἱερέας μας, π. Γεώργιος Χατζηχρυσάφης, ἐνῶ ἔψαλλαν μελωδικότατα ὁ Πρωτοψάλτης τοῦ Πανορμίτη κ. Δημοσθένης Γιανναρᾶς, συνοδευόμενος ἀπό τόν κ. Ντίνο Ἀλεξόπουλο καί ἄλλους εὐσεβεῖς. Ἡ Θεία Μυσταγωγία ὁλοκληρώθηκε ἥρεμα καί κατανυκτικά στόν κατάμεστο καί κατάγραφο Ναό μέ τίς ἐξαϋλωμένες μορφές τῶν Ἁγίων καί κάτω ἀπό τό γλυκύτατο βλέμμα τῆς «Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν». Κάθε Ὀρθόδοξος Ναός εἶναι ἄλλωστε ὁ μόνος χῶρος στόν ὁποῖο οἱ πιστοί ἔρχονται γιά νά ἁγιασθοῦν, ἀλληλοπεριχωροῦνται προσευχητικά καί προσεγγίζουν τίς καρδιές τους πνευματικά, «εἰκονίζοντες μυστικῶς τά Χερουβίμ καί προσάδοντες τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν Τρισάγιον Ὕμνον». Πρό τῆς ἀπολύσεως ἔλαβε χῶρα ἡ περιφορά τῆς ἱερᾶς Εἰκόνας τοῦ Ὁσίου πέριξ τοῦ Καθολικοῦ, ἀνεπέμφθησαν οἱ δεήσεις «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου» καί ἔγινε ἡ εὐλόγησις τῶν ἄρτων.
Τόν λόγο ἀπό ‘δῶ καί πέρα ἀνέλαβε ἡ παραδοσιακή συμαϊκή φιλοξενία. Γιά μιά φορά ἀκόμα ἐπιβεβαιώθηκε περίτρανα ἐκτός τῶν ἄλλλων καί ὁ κοινωνικός - συνεκτικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἡ στοργική Μάνα πού συγκεντρώνει τά παιδιά της κάτω ἀπό τίς φτερούγες της, γιά νά χαροῦν πέρα ἀπό τήν μητρική της ἀγκάλη καί τήν αὐθεντική ἀδελφική συνύπαρξη, πού πλέον ὁπουδήποτε ἀλλοῦ φαντάζει οὐτοπία. Συγκεντρωμένοι μπροστά στό παλιό τζάκι τῆς Μοναστηριακῆς Τράπεζας, πού σ’ ἀλλοτινούς καιρούς ζέσταινε τούς μακαριστούς Πατέρες πού μέ τίς προσευχές καί τήν ἄσκηση ἁγίασαν τόν χῶρο, γευθήκαμε τήν γλυκιά θαλπωρή τῆς ἑστίας, ἀλλά καί τά γευστικότατα ἐδέσματα τοῦ μεσημεριανοῦ γεύματος. Αὐτές οἱ δύο Τράπεζες ἄλλωστε - ἡ Ἁγία Τράπεζα καί ἡ ὑλική τράπεζα - ὁριοθετοῦν καί νοηματοδοτοῦν τήν ἐπίγεια ζωή μας, διαφυλάσσοντας τούς πιστούς ἀπό κάθε πλανεμένη μονομέρεια, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά τούς Πατέρες, τό μεθόριο κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως.
Εἴθε μέ τίς ἀκατάπαυστες εὐχές καί πρεσβείες τοῦ Ἁγίου, διά τῶν ὁποίων «τήν οἰκουμένην ἐστήριξε», νά βροῦμε κι ἐμεῖς στηριγμό καί ἀνάπαυση σέ τούτους τούς δύσκολους καιρούς, γιά νά συνεχίζουμε μέ ἀσφάλεια παρ’ ὅλα τά ἐμπόδια τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου τοῦ ἐν τῷ πονηρῷ κειμένου καί τοῦ μισοκάλου διαβόλου», τήν οὐρανομήκη πορεία μας πρός τήν «ἀσάλευτη Βασιλεία».