Σήμερα 5η Ἀπριλίου 2015, Κυριακή τῶν Βαΐων, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Χρυσόστομος ἐλειτούργησε εἰς τό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πανορμίτου, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Ἡγουμ. π. Ἱερόθεο. Παράλληλα εὐλόγησε τά παρατιθέμενα βάϊα καί τήν Ἀρτοκλασία, τά ὁποῖα διένειμε εἰς τούς πιστούς πού συμμετεῖχαν.
Πρό τῆς ἀπολύσεως ἐκήρυξε τόν θεῖον λόγον, ἀναφερόμενος τόσον εἰς τά τῆς θριαμβευτικῆς Εἰσόδου τοῦ Κυρίου, ὅσον καί εἰς τά κοσμοσωτήρια γεγονότα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος. Προέτρεψε δέ τούς πιστούς νά συμμετέχουν στίς ἱερές Ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν, προετοιμασμένοι πνευματικά μέ τά «βαῒα» τῶν ἀρετῶν καί τήν μετάνοια.
Εἰς τό ἀρχεῖο πού ἀκολουθεῖ προβάλλονται χαρακτηριστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα.
Δραττόμενοι τῆς εὐκαιρίας, παραθέτουμε κι ἕνα ἐπίκαιρο κείμενο τοῦ μεγάλου Φώτη Κόντογλου, δημοσιευμένο τό ἔτος 1953 στήν "ΚΙΒΩΤΟ" (ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15)
«Ἐκεῖνος πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καί ἦρθε στή Βηθανία ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι. Καί τά παιδιά τῶν Ἑβραίων τόν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σάν τελειώνανε τόν πόλεμο καί βάζανε κάτω τούς ὀχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καί καθίζανε ἀπάνω σέ χρυσά ἁμάξια γιά νά μποῦνε στήν πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοί καί πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μέ σίδερα ἄγρια καί βαστώντας φονικά ἅρματα γύρω σ' ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μέ λογῆς λογῆς ἁρματωσιές καί σπαθιά καί κοντάρια παρμένα ἀπό τό νικημένο ἔθνος.
Ὅλοι οἱ πολεμιστές ἤτανε σάν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τά κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σέ φοβερές περικεφαλαῖες, τά χοντρά καί μαλλιαρά χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπό τόν πόλεμο, τά γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καί τεντωμένα, σάν τοῦ λιονταριοῦ πού ξέσκισε μέ τά νύχια του τό ζαρκάδι καί τανύζεται μέ μουγκρητά καί φοβερίζει τόν κόσμο. Ὕστερα ἐρχότανε τό χρυσό τ' ἁμάξι τοῦ πολεμάρχου, πού καθότανε σ' ἕνα θρονί πλουμισμένο μ' ἀκριβά πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, πού δέν μποροῦσε νά τόν ἀντικρύσει μάτι δίχως νά χαμηλώσει καί βαστοῦσε τό τρομερό σκῆπτρο του, πού κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν' ἀνοίξει τό στόμα του αὐτός πού τό κρατοῦσε.
Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ' αὐτό τ' ἁμάξι, μέ λουριά χρυσοκεντημένα μέ γαϊτάνια καί περπατούσανε κι αὐτά καμαρωτά καί περήφανα σάν τούς ἀνθρώπους. Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σάν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσό στεφάνι ἀπάνω ἀπό τό κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ρίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικά σέ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μέ μανουάλια.
Ἀπό πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καί γυναῖκες κι ὅποιοι ἤτανε ἄρρωστοι καί λαβωμένοι, τούς σέρνανε καί τούς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοί πού πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καί δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπό πίσω. Αὐτοί ἤτανε δεμένοι μέ σκοινιά καί μ' ἁλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σάν πεθαμένοι ἀπό τά μαρτύρια κι ἀπό τήν ἀγρύπνια. Πολλοί ἤτανε μισόγυμνοι κ' οἱ πλάτες τούς ἤτανε μελανιασμένες ἀπό τό βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μέ ἀθώα μωρά στήν ἀγκαλιά τους, γρηές πού βαστούσανε τά ἐγγόνια τους ἀπό τό χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σάν τά ἀρνιά πού τά πάνε στόν μακελάρη. Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σάν τρελλός καί φώναζε καί δόξαζε τόν νικητή κι ἀπό πολλά στόματα τρέχανε ἀφροί. Ἀλαλαγμός ἔβγαινε σάν καπνός ἀπ' ὅλη τήν πολιτεία. Αὐτή τήν παράταξη τή λέγανε «θρίαμβο».
Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστός σήμερα, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τά ἄλλαξε ὅλα καί τά ἔκανε ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος πού ἔκανε, ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καί τῆς ταπείνωσης. Ὁ Ρωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω σέ θρόνο καί σέ χρυσό ἁμάξι, μά ὁ Χριστός ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ' ἕνα πουλάρι, σ' ἕνα γαϊδουρόπουλο, ποῦνε τό πιό ταπεινό καί καταφρονεμένο ἀνάμεσα στά ζῶα.
Κι' ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πράος, ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατά τήν προφητεία πού ἔλεγε: «Εἴπατε τῇ θυγατρί Σιών˙ Ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πράος καί ἐπιβεβηκώς ἐπί ὄνον καί πῶλον, υἱόν ὑποζυγίου». Τό χέρι του δέν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλά βλογοῦσε τόν κόσμο. Ἀπό πόλεμο ἐρχότανε καί κεῖνος, μά ἕναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στήν κακία καί στήν ψευτιά καί στήν ὑποκρισία καί στή φιλαργυρία. Καί δέν πήγαινε νά ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτόν τόν πόλεμο, ἀλλά πήγαινε ν' ἀρχίσει ἄλλον, πιό σκληρόν, καί νά στεφανωθεῖ μ' ἀγκαθένιο στεφάνι καί νά δαρθεῖ καί νά περιπαιχθεῖ καί στό τέλος νά καρφωθεῖ ἀπάνω σ' ἕνα ξύλο σάν κακοῦργος.
Δέν ἤτανε τριγυρισμένος ἀπό ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλά ἀπό ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σάν καί κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπό πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, ἀλλά ἀνθρώπους πού τούς ἐλευθέρωσε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ διαβόλου καί πεθαμένους πού ἀναστηθήκανε ἀπό τή φωνή του. Σάλπιγγες καί τούμπανα δέν φωνάζανε γιά νά τόν δοξάσουνε, ἀλλά παιδιά ἀθώα πού συμβολίζανε τήν ἁπλότητα πού ἔχουνε οἱ χριστιανοί καί πού φωνάζανε «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καί κρατούσανε ἀντί γιά σημαῖες καί γιά μπαϊράκια κλαδιά πράσινα τῶν δέντρων. Κλαδιά χλωρά καί ροῦχα στρώνανε χάμω γιά νά πατήσει τό γαϊδούρι καί νά περάσει. Κι αὐτό τό βλογημένο πήγαινε μέ σκυμμένο τό κεφάλι, ταπεινό, ἀνήξερο, σηκώνοντας τόν Χριστό πού καθότανε πρωτύτερα ἀπάνω στά τρομερά ἐξαφτέρουγα σεραφείμ πού εἶναι ἀπό φωτιά. Δέν ἀξιώθηκε νά τόν σηκώσει κανένα χρυσό ἁμάξι, μήτε ἄλογο ἀκριβοσελωμένο, μήτε καμμιά κούνια πού νά τή βαστᾶνε ἀντρειωμένοι βαστάζοι, ἀλλά τόν σήκωνε τό γαϊδούρι. Ποιό μάτι δέν δακρύζει ἅμα συλλογιστεῖ αὐτό τό μυστήριο!
Ὁ Χριστός ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιά σωστά καί γιά ἀληθινά ὁ ἁμαρτωλός ὁ ἄνθρωπος. Ποιός ὅμως εἶναι σέ θέση νά νοιώσει τήν ἐλευθερία πού μας ἔφερε καί νά ἀκολουθήσει τό πουλάρι μέ τό σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ' ἀφρισμένα τ’ ἄλογα πού χλιμιντρᾶνε καμαρωτά καί νά μή μπεῖ στή Ρώμη μέ τά πολλά τά εἴδωλα, παρά νά μπεῖ μαζί μέ τόν βασιλιά τῆς εἰρήνης στήν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ;
Πολλοί, πού εἶναι σοβαροί ἄνθρωποι, θά ποῦνε πώς δέν τά καταλαβαίνουνε αὐτά καί πώς τά παιδιά παιδιακίζουνε κ' οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται. Τά ἴδια λέγανε κ' οἱ ἀρχιερεῖς κ' οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δέ οἱ ἀρχιερεῖς καί γραμματεῖς τά θαύματα ἅ ἐποίησε καί τούς παίδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καί λέγοντας: Ὡσαννά τῷ υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν καί εἶπον αὐτῶ: Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δέ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναί˙ οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Καί καταλιπών αὐτούς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως». Οἱ ἀρχιερεῖς κ' οἱ γραμματεῖς διαβάσανε τόν ψαλμό τοῦ Δαυῒδ πού ἔλεγε πώς θά προϋπαντήσουνε τόν Χριστό τά νήπια καί δέν πιστέψανε ὡστόσο σ' αὐτόν πού ὑμνολογούσανε. Ἀμή ἐμεῖς πού διαβάσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο καί τόν ψαλμό κι αὐτά ποῦ εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἑβραίους, δέν θά κριθοῦμε πιό αὐστηρά ἄν δέν τόν πιστέψουμε; Ἡ ματαιότητα κ' ἡ περηφάνειά μᾶς κάνουνε νά μήν καταδεχόμαστε νά πᾶμε μαζί μέ τή φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμαστε νά ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγό πού πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ' ἕνα γαϊδούρι. Τά ταπεινά, τά φτωχικά, δέν τά θέλουμε. Μά μπορεῖ νά γίνει χριστιανός ὅποιος δέν ἀγαπᾶ αὐτά ποῦ ἀγάπησε ὁ Χριστός;
Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο, τόν Λάζαρο. Ποιός ἤτανε αὐτός ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε φίλους ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τό Εὐαγγέλιο πώς εἶχε ὁ Χριστός στόν κόσμο, κι αὐτός ἤτανε φτωχός κι ἀγράμματος. Μά ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπᾶ αὐτή τήν πλούσια φτώχια του Χριστοῦ; Ἀπ' ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός λείπει κ' ἡ ζωή ἡ ἀληθινή καί βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτό θά τό καταλάβεις καλώτατα ἄν γυρίσεις καί δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τό κεφάλι σου καί συλλογιστεῖς. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι κ' οἱ παντοδύναμοι ἀφέντες πού κάνανε τούς θριάμβους ὀποῦ ἱστορήσαμε πρωτύτερα; Τί γινήκανε κι αὐτοί κι οἱ μυριάδες πού τούς προσκυνούσανε καί πού γονατίζανε μπροστά τους σάν τά καλάμια πού τά γέρνει ὁ βοριάς; Ποιός τούς φέρνει στόν νοῦ του ἐξόν κάποιοι πού γράφουνε τά ἱστορικά ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ' ἕναν λάκκο καί χαθήκανε καί σβύσανε σάν νά μή γινήκανε ποτές. Καί τί ἀπόμεινε ἀπό ὅλα τοῦτα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιό λίγο ἀπό τίποτα.
Πλήν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καί σ' αὐτά πού βλέπει καί σ' αὐτά πού πιάνει μέ τά χέρια του καί τραβᾶ τόν δρόμο πού τραβήξανε καί κεῖνοι καί σέρνει μέ εὐχαρίστηση τό ἅρμα τοῦ Νέρωνα, γιατί εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ' αὐτιά του εἶναι σφαλιχτά σέ Κεῖνον πού λέγει: «Ἐγώ εἰμί Θεός πρῶτος καί εἰς τά ἐπερχόμενα ἐγώ εἰμί. Ἐγώ βοσκήσω τά πρόβατά μου καί ἐγώ ἀναπαύσω αὐτά». Ἐκεῖνος πού καθότανε ἀπάνω στό γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανός μέσα στίς ἁπλές ψυχές στόν αἰώνα κ' εἶναι γιά δαῦτες θροφή, πηγή ἀθανασίας, χαρά καί ἀγαλλίαση, κατά τόν λόγο πού λέγει : «Εὐφρανθήσεται καρδία ζητούντων τόν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σάν τόν πεθαμένο πού ἀναστήθηκε. Στόν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι λογῆς λογῆς. Ὅσοι πονᾶνε στό κορμί καί στήν ψυχή κι ὁ πόνος τούς καθαρίζει καί τούς πηγαίνει στόν Θεό, αὐτοί εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ καί περπατᾶνε στή στράτα του μέ τό φῶς του τό παρηγορητικό. Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὔχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ' ὅτι ἐλυπήθητε κατά Θεόν, ἵνα ἐν μηδενί ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται˙ ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι' αὐτούς πού ἐλπίζουνε στόν Θεό, δέν μετάλλαξε ὁ Χριστός τόν ἄγονον ἱδρώτα τους σέ ἱδρώτα σωτηρίας, «ἱδρώτα ἱδρώτι», ἀλλά θρηνοῦνε καί πονᾶνε παντοτινά σάν τούς εἰδωλολάτρες, σφαζόμενοι μέ τό μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι' αὐτούς δέν ἄλλαξε ὁ Χριστός τόν ἱδρώτα τῆς ἀγωνίας τους σέ ἱδρώτα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Χριστό καί στό Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δέν θά πεῖ νά ἀνασαίνεις καί νά περπατᾶς καί νά τρῶς καί νά πίνεις, ἀλλά νά νοιώθεις τή χάρη τῆς ἀθανασίας. Τότε θά μπορεῖς νά ψάλεις μαζί μέ τόν ὑμνωδό τοῦτο τό ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο:
«Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός. Ὅθεν καί ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τά τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοί τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».