Σήμερα Κυριακή 6η Μαΐου 2018, στό θαλασσόβρεκτο Μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου μας εἴχαμε τήν εὐλογία νά ὑποδεχτοῦμε τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας «Σκιαδενῆς», τήν ὁποία μετέφερε τό ὁμώνυμο πλοῖο Ε/Γ-Ο/Γ «ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΚΙΑΔΕΝΗ» τῆς Ναυτιλιακῆς Ἑταιρείας «DODEKANISOS SEAWAYS». Ἀρχομένης ἤδη τῆς τουριστικῆς περιόδου, ὁ εὐσεβής Πλοιοκτήτης κ. Γ. Σπανός, πρός εὐλογίαν τόσον τοῦ πλοίου καί τοῦ πληρώματος, ὅσον καί τῶν ἐπιβατῶν ζήτησε καί ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τήν οἰκεία ἐκκλησιαστική Ἀρχή τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου, στό σημερινό ταξείδι πρός τήν Σύμη, τῆς μεταφορᾶς τῆς θαυματουργῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας «Σκιαδενῆς» ἡ ὁποία ἔδωσε καί τό ὄνομά Της στό πλοῖο.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Ἱερά Εἰκόνα τῆς Παναγίας, σέμνωμα καί καύχημα τῆς ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς τῆς Ρόδου, ἐνθρονίστηκε πρό τοῦ ἀπόπλου στό κεντρικό σαλόνι τοῦ πλοίου, ὅπου εἶχαν τήν εὐκαιρία οἱ ἐπιβάτες νά προσκυνήσουν καί νά ἐπικαλεστοῦν τήν Χάρη Της. Τό καράβι εἰσῆλθε στόν γραφικό ὅρμο τῆς Μονῆς ὥρα 11:30 ὑπό τούς χαρμόσυνους καί πανηγυρικούς ἤχους τοῦ ἱστορικοῦ Καμπαναριοῦ τοῦ Πανορμίτη, σέ κλίμα γενικότερης εὐφορίας καί χαρᾶς. Στό διάστημα τῆς ἐδῶ παραμονῆς του τελέστηκε Ἁγιασμός ἀπό τόν Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀντώνιο Πατρό, ὁ ὁποῖος εὐχήθηκε τά δέοντα στόν Πλοίαρχο καί τό πλήρωμα, ἐπικαλούμενος τήν Χάρη τῆς Παναγίας ἀλλά καί τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτου, στά ταξίδια τους.
Δραττόμενοι τῆς εὐκαιρίας, παραθέτουμε καί ὁρισμένα στοιχεῖα περί τῆς Παναγίας «Σκιαδενῆς», τά ὁποῖα ἀντλήσαμε ἀπό τόν ἱστότοπο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου: http://www.imr.gr/article/433/iera-monh-skiadioy
«Στίς νότιες ὑπώρειες τοῦ ὑψώματος «Σταυρός», ἐπάνω σέ μικρό ἐπίπεδο τῆς πλαγιᾶς, σέ πανοραμική τοποθεσία μέ θέα τόν κόλπο τῆς Ἀπολλακιᾶς, τήν ὁροσειρά τοῦ Ἀκραμίτη καί τήν ἀπέναντι Κάρπαθο, νοτιοδυτικά τοῦ χωριοῦ Μεσαναγρός τῆς Νότιας Ρόδου καί σέ ἀπόσταση 95 χλμ. ἀπό τήν πόλη τῆς Ρόδου δεσπόζει ἡ Μονή τοῦ Σκιαδίου ἤ τῆς Παναγίας τῆς Σκιαδενῆς.
Ἡ ὀνομασία (Σκιάδι) ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ χῶρος, ὅπου βρίσκεται ἡ μονή, εἶναι τόπος σκιερός, ἤ κατ’ ἄλλη ἐκδοχή, στό ὅτι τό ὕψωμα τοῦ «Σταυροῦ», πού κατά τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες σκιάζει τήν μονή, μοιάζει μέ σκιάδιο (πυραμιδοειδές σκέπασμα κεφαλῆς). Στό χῶρο, ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ μονή, ὑπῆρχε κατά τήν ἀρχαιότητα εἰδωλολατρικό ἱερό καί κατά τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους παλαιοχριστιανική βασιλική, ἴχνη τῆς ὁποίας διακρίνονταν, πρίν ἀπό τήν ἐπίστρωση τῆς αὐλῆς, γύρω ἀπό τό Καθολικό.
Κατά τήν παράδοση, ἡ μονή οἰκοδομήθηκε ἀπό τρεῖς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀσκήτευαν ἐκεῖ κοντά, σέ ἕνα μικρό σπήλαιο στήν θέση «Ἀσκηταργός». Ἐκεῖνοι κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας ἔβλεπαν νά λάμπει ἕνα οὐράνιο φῶς στό μέρος τῆς σημερινῆς μονῆς. Ἐρεύνησαν λοιπόν τόν χῶρο καί βρῆκαν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία μετέφεραν στό ἀσκητήριό τους. Ἡ εἰκόνα ὅμως ἐπέστρεψε καί πάλι στό ἴδιο μέρος καί τότε οἱ μοναχοί, πεπεισμένοι ὅτι ἡ Θεοτόκος ἤθελε νά παραμείνει ἡ εἰκόνα της στόν τόπο τῆς εὑρέσεως, οἰκοδόμησαν ἐκεῖ μικρῶν διαστάσεων ναό καί κοντά σέ αὐτόν ἔκτισαν τά κελλιά του, ὅπου συνέχισαν τήν ἀσκητική βιοτή τους.
Τό σημερινό Καθολικό τῆς μονῆς προέρχεται ἀπό δυό διαφορετικές ἐποχές. Τό παλαιό Καθολικό, μικρῶν διαστάσεων ναΰδριο, σχήματος ἐλεύθερου σταυροῦ μέ τροῦλο κτίσθηκε κατά τίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰ. Στή βόρεια πλευρά του ἀποκαλύφθηκαν πρό ἐτῶν τοιχογραφίες, πιθανῶς τοῦ 14ου αἰ., οἱ ὁποῖες ἀποτοιχίσθηκαν καί μεταφέρθηκαν στά ἐργαστήρια τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας Δωδεκανήσου. Οἱ σωζόμενες σήμερα τοιχογραφίες χρονολογοῦνται στήν μεταβυζαντινή περίοδο. Ἀργότερα, κατά τόν 18ο αἰ., δυτικά του παλαιοῦ Καθολικοῦ, οἰκοδομήθηκε εὐρύχωρος ὀρθογωνίου σχήματος χῶρος στεγαζόμενος μέ σταυροθόλια, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι ὁ κυρίως ναός. Τό παλαιό οἰκοδόμημα ἀποτελεῖ σήμερα τό Ἱερό Βῆμα. Μπροστά στόν κυρίως ναό οἰκοδομήθηκε ἀνοικτός νάρθηκας καί στήν δυτική πλευρά του ὑψώθηκε πέτρινο καλαίσθητο κωδωνοστάσιο. Τό συγκρότημα τῶν κελλιῶν τῆς μονῆς ἀποτελοῦν μεταγενέστερα οἰκοδομήματα (18ος αἰ.) ἐκτός ἀπό τήν σωζόμενη σήμερα μνημειώδη πύλη, ἡ ὁποία ἀνάγεται σέ προηγούμενη οἰκοδομική φάση.
Κατά τούς νεώτερους χρόνους ἡ μονή γνώρισε ἡμέρες ἀκμῆς ἐπί τῆς ἠγουμενείας τοῦ Ἀρχιμ. Ἰγνατίου Ζαννετίδη. Τότε ἐπεκτάθηκε τό παλαιό Καθολικό καί ἔλαβε τήν σημερινή μορφή του, κατασκευάσθηκαν τό ξυλόγλυπτο τέμπλο καί οἱ εἰκόνες του, ἐπαργυρώθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ τέμπλου (1866) καί κτίσθηκαν νέα κελλιά. Ἦταν ἕδρα τῆς ἀρχιερατικῆς περιφέρειας Νοτίας Ρόδου, τόπος καταφυγῆς τῶν καταδιωκομένων ἀπό τούς Τούρκους, διατηροῦσε σχολεῖο καί ἀσκοῦσε πλούσιο κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο στήν περιοχή.
Πολλές φορές λεηλατήθηκε ἀπό τούς κατακτητές (Τούρκους, Ἰταλούς καί Γερμανούς) ἀλλά ἐπέζησε ὅλων τῶν δηώσεων καί καταστροφῶν, ἔχοντας ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα σταθερή διαχρονική παρουσία στήν θρησκευτική, κοινωνική καί πολιτιστική ζωή τῆς περιοχῆς.
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού βρέθηκε ἀπό τούς τρεῖς κτίτορες τῆς μονῆς, σώζεται μέχρι σήμερα στήν μονή. Εἶναι μικρῶν διαστάσεων (18x13 ἐκ.), ἔργο πιθανῶς τῶν 10ου ἤ 11ου αἰ., πού, σύμφωνα μέ τήν σωζόμενη ἐπιγραφή, ἐπαργυρώθηκε τήν 25η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1818, καί φυλάσσεται μέσα σέ περίτεχνο προσκυνητάριο στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν μετατέθηκε πρός τήν νεώτερη Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία κοσμεῖ τό τέμπλο, ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατά τήν περίοδο ἀπό τήν τέταρτη Ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ λιτανεύεται στήν Χάλκη καί στά χωριά τῆς Νότιας Ρόδου.
Ἡ λιτανευτική περιοδεία τῆς εἰκόνας ἀρχίζει ἀπό τήν Χάλκη καί καταλήγει στόν Μεσαναγρό. Μάλιστα κατά τήν διάρκεια τοῦ ἔτους πολλές φορές διανυκτερεύει σέ σπίτια εὐσεβῶν ἰδιωτῶν, σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατήσασα παλαιά συνήθεια, ὅπου, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νά λέγεται, «τήν ξενυχτοῦν» μέ προσευχές καί εἰδικά λαϊκά ἄσματα.
Ἡ μονή πανηγυρίζει τήν 8η Σεπτεμβρίου, τήν ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατά τήν ὁποία τελεῖται καί ἡ Σύναξη τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Θεομήτορος. Εἶναι ἀνδρώα μονή καί σέ αὐτήν ἐγκαταβιώνουν τέσσερις μοναχοί μέ ἡγούμενο τόν Ἀρχιμ. Γεννάδιο Συμιακό.»
Στά χρόνια τῶν πειρατῶν ἀνάγεται ἡ ἀκόλουθη ἱστορία. Ἕνα πειρατικό πλοῖο, ἔριξε ἄγκυρα κοντά στή θαλάσσια περιοχή τοῦ βουνοῦ Σκιάδι. Οἱ πειρατές πού γνώριζαν πώς ἡ Ἐκκλησία ἔχει τιμαλφῆ, ἀνέβηκαν στό μοναστήρι καί ἄρχισαν νά λεηλατοῦν. Ἅρπαξαν καί τό εἰκόνισμα τῆς Μεγαλόχαρης. Ὅταν ὅμως ἐπέστρεψαν στό σκάφος, τό πλοῖο μαρμάρωσε. Οἱ χριστιανοί τό ἀπέδωσαν σέ θαῦμα τῆς Παναγίας Σκιαδενῆς. Στή θαλάσσια περιοχή ἀπό Μεσαναγρό πρός Σκιάδι, ὑπάρχει ἕνα μικρό νησί πού μοιάζει μέ πετρωμένο πειρατικό καράβι. Τό ὀνομάζουν «πετροκάραβο» ἤ «Χτενιά» ἤ «Χτενιές».