Σήμερα, 2α Ἀπριλίου 2017, Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἐτελέσθη εἰς τήν Ἱ. Μονή τό ἱ. Μνημόσυνον - ἐπί τῇ συμπληρώσει ἕνδεκα ἐτῶν ἀπό τῆς ἐκδημίας - τοῦ μακαριστοῦ Ἡγουμένου της, Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Γαβριήλ Μαργαρίτη. Προηγήθη ὁ Ὄρθρος καί ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τήν ὁποία ἐτέλεσε ὁ νῦν Ἡγουμ. π. Ἱερόθεος Κοενάκης.
Ὁ π. Ἱερόθεος πρό τῆς ἀπολύσεως τῆς Θ. Λειτουργίας ἐτέλεσε καί τήν Ἀκολουθία τοῦ Μνημοσύνου, ἐνῶ στήν σύντομη ἀναφορά του ἐξῆρε τήν χαρισματική προσωπικότητα τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος, καθώς καί τό σημαντικότατο ἔργο πού ἐπετέλεσε στήν Μονή τόσο κατά τά ἔτη τῆς Ἡγουμενείας του, ὅσο καί ἐκεῖνα κατά τά ὁποῖα ὑπηρέτησε τόν Πανορμίτη ὡς ἁπλός Μοναχός, τά ὁποῖα ἐν συνόλῳ ἀνέρχονται σέ ἑξῆντα τόν ἀριθμό.
Ἀναλυτική παρουσίαση τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητος, παραθέτουμε κατωτέρω, μεταφέροντας τήν σχετική ἀναφορά περί αὐτοῦ ἀπό τό βιβλίο τῆς Μονῆς «Ἱστορικό καί Θαύματα τοῦ Πανορμίτη»:
«Ἕνα ὁλοζώντανο καί διαχρονικό πρότυπο ἀγάπης καί ἀρετῆς – χωρίς καμία ἀμφιβολία - ἀποτελεῖ αὐτή ἡ σεβασμία μορφή, πού ἔζησε καί ἔδρασε ἀθόρυβα μά οὐσιαστικά, ἐπί ἐξῆντα ὁλόκληρα χρόνια στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτου. Ὁ π. Γαβριήλ, κατά κόσμον Γεώργιος Μαργαρίτης, γεννήθηκε στήν Σύμη, στίς 15 Ἰανουαρίου 1925 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Νικόλαο ἀπό τήν Σύμη καί τήν Μαρία τό γένος Ζαννετῆ πού καταγόταν ἀπό τήν Σάμο. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντα ἦταν πολύτεκνη, ἀφοῦ ἀριθμοῦσε μέ τόν ἴδιον πέντε παιδιά. Στά δύσκολα χρόνια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς καί τοῦ πολέμου, συγκεκριμένα τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1942, μιά ἐπέμβαση σκωληκοειδίτιδος πού ἐπιβαλλόταν νά γίνει στήν Ρόδο, ἀλλάζει γιά πάντα τήν ζωή του. Τό ταξεῖδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀποβαίνει μοιραῖο, ἀφοῦ τό καράβι τορπιλίζεται καί στό φοβερό ναυάγιο πού ἀκολουθεῖ, πνίγεται ἡ μητέρα του. Ὁ ἴδιος μέ θαυμαστό τρόπο διασώζεται καί ἀφιερώνεται στόν σωτῆρα του Ἀρχάγγελο Μιχαήλ τόν Πανορμίτη. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἀφηγεῖται τό γεγονός αὐτό σέ ὁμάδα προσκυνητῶν, λίγο καιρό πρό τοῦ θανάτου του:
«Ὅταν ἤμουν 15 χρονῶν παιδί, εἶχα φύγει ἀπό τήν Σύμη τήν πατρίδα μου, γιά νά κάνω μιά ἐπέμβαση στή Ρόδο, γιατί ἐδῶ στό νησί μας δέν εἶχαμε Νοσοκομεῖο. Καί μέ συνόδευσε ἡ μητέρα μου καί πήγαμε στήν Ρόδο. Ἦταν ἐμπόλεμος κατάσταση τότε. Τελείωσε ἡ ἐπέμβασις καί ἐπιστρέφαμε στή Σύμη, μ’ ἕνα βαπόρι τῆς γραμμῆς, τό ἰταλικό «FIUME». Ἐκείνη τήν ἐποχή ἐβομβαρδίζετο ἡ Ρόδος ἀπό τούς Ἄγγλους μέ πλοῖα καί ἀεροπλάνα. Φύγαμε μέ τήν μητέρα μου μέ τό βαπόρι αὐτό, ἀλλά γιά κακή μας τύχη μέσα στό βαπόρι οἱ Ἰταλοί ἔβαζαν καί στρατιωτικούς. Οἱ στρατιῶτες ἐξόπλισαν τό πλοῖο μ’ ἕνα κανονάκι, ἐνῶ οἱ Ἄγγλοι καί οἱ δικοί μας τούς εἶχαν πεῖ, νά μήν ὁπλίζουν τά ἐπιβατηγά πλοῖα.
Ξεκινήσαμε ἀπό τήν Ρόδο καί ὅταν φτάσαμε μεταξύ Τουρκίας καί Ρόδου, μᾶς τορπίλησαν. Ἀμέσως τό πλοῖο ἐβυθίζετο. Τήν μητέρα μου τήν ἔχασα. Ἐγώ σαν νά μέ φώτισε ὁ Ἅγιος (ἐννοεῖ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ), γιατί ἀπό μικρός ἐρχόμουν τίς διακοπές μου καί τίς περνοῦσα ἐδῶ. Γνώριζα καί τόν Ἡγούμενο πού ἐκτέλεσαν οἱ Ἰταλοί… Τήν μητέρα μου τήν ἔχασα. Κατρακύλισε ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ πλοίου καί τήν ἔχασα. Ὅταν βρέθηκα στή θάλασσα, ἡ δίνη ἐκείνη πού σκεπάζει μέ τράβηξε κάτω, τρία-τέσσερα μέτρα. Ἀνέβηκα ἀργά κουρασμένος, ἤμουν καί ἐγχειρισμένος ὅπως σᾶς εἶπα, μετά τήν ἐπέμβαση. Ἤμουν ἕξι ἡμέρες ἐγχειρισμένος. Καθίσαμε ἕξι ὧρες στή θάλασσα, μέσα στά κύματα ἐκεῖ, Σεπτέμβριος μήνας, 24 Σεπτεμβρίου καί παρακαλοῦσαμε τόν Θεό νά μᾶς σώσει. Μετά ἕξι ὧρες ἔρχονται κάτι ἰταλικά ναυαγοσωστικά, τά ὁποῖα πλεύρισαν, μᾶς ἔβαλαν στήν μέση καί μᾶς ἔριχναν σωσίβια γιά νά μᾶς σώσουν. Οἱ διασωθέντες ἦταν καμιά τριανταριά, οἱ ὁποῖοι ἔπλεαν πάνω στή θάλασσα. Πλησίασα καί ἐγώ τό ναυαγοσωστικό, νά βγῶ ἐπάνω, ἀλλά ὅπως ἤμουν κουρασμένος μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες ἐγχειρισμένος καί ἕξι ὧρες στή θάλασσα, δέν μπόρεσα νά πιάσω τό σχοινί πού ἔριχναν αὐτοί καί βούλιαξα κάτω στά ὕφαλα τοῦ πλοίου.
Ἐκείνη τήν στιγμή ἐπικαλέστηκα τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, νά μέ σώσει καί ὡς ἐκ θαύματος ἀνέβηκα. ΚΑΠΟΙΟΣ μέ ἔσπρωξε ἀπό κάτω καί ἀνέβηκα στήν ἐπιφάνεια. Τότε φώναξα στούς Ἰταλούς μέ τήν γλῶσσα τους καί κατέβηκαν καί μέ τράβηξαν πάνω στό πλοῖο. Ἡ μητέρα μου πνίγηκε. Μᾶς ἐγύρισαν στήν Ρόδο. Ἐκείνη τήν στιγμή ὑποσχέθηκα στόν Ἅγιο, νά ᾽ρθῶ νά τόν ὑπηρετήσω, ὅταν γυρίσω στό νησί μας τήν Σύμη, νά τόν ὑπηρετήσω. Πήγαμε στήν Ρόδο, εὐτυχῶς ἡ Χάρις Του βοήθησε καί βρῆκα τό σῶμα τῆς μητέρας μου. Τ’ ἄλλα πτώματα τά παρέσυρε ἡ θάλασσα. Μόνο πέντε-ἕξι πτώματα βρέθηκαν, μεταξύ αὐτῶν καί τῆς μητέρας μου. Χάρηκα πολύ καί τήν ἐνταφίασα στήν Ρόδο. Ἔγινε μεγάλη κηδεία μέ τούς Ἰταλούς καί τούς δικούς μας.Γύρισα μ’ ἕνα μικρό καραβάκι ἀπό τήν Ρόδο στήν Σύμη. Περνάει λίγος χρόνος καί ἔρχομαι στήν Μονή. Στήν Μονή ἐδῶ κατ’ ἀρχήν ἦρθα ὡς λαϊκός. Μετά ἐκάρην Μοναχός καί ἔκτοτε παραμένω ἐδῶ».
Ἐρχόμενος τό 1946 γιά νά ἐγκαταβιώσει στόν Πανορμίτη, βρίσκει τήν Μονή λεηλατημένη καί τό ἀπαράμιλλο κάλλος της ἀμαυρωμένο. Ἔχει προηγηθεῖ ἀπό τούς Ἰταλούς τόν Φεβρουάριο τοῦ 1944 ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἥρωα Ἡγουμένου Χρυσάνθου Μαρουλάκη, τοῦ στρατιώτη-ἀσυρματιστῆ Φλώρου Ζουγανέλη, καί τοῦ Οἰκονόμου της Μιχαήλ Λάμπρου. Τό ἀμέσως ἑπόμενο διάστημα κείρεται Μοναχός ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Ρόδου Τιμόθεο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Γαβριήλ. Ἔκτοτε ἀποδύεται σ’ ἕναν ἰσόβιο ἀγῶνα γιά τήν ἀνασυγκρότηση καί τήν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς, ἐργαζόμενος σκληρά καί μεθοδικά σ’ ὅλους τούς τομεῖς. Ἀσκεῖται πνευματικά στήν μεγάλη ἀρετή τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ταπεινώσεως ὡς ὑποτακτικός τοῦ Γέροντός του Ἡγουμένου Ἱεροθέου, τόν ὁποῖο στηρίζει καί περιβάλλει μέ μεγάλη ἀγάπη καί ἀφοσίωση. Πρώτιστο διακόνημά του εἶναι ἡ ἐκμάθηση τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς. Σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἐξελίσσεται σέ καλλικέλαδο ἀηδόνι πού συμμετέχει καί λαμπρύνει κάθε Ἀκολουθία στό ἀναλόγιο τῆς Μονῆς. Ἔχει προσφιλή του ἐνασχόληση τήν φύτευση ἐλαιοδέντρων, ἀμπελιῶν καί κηπευτικῶν. Ἀσχολεῖται μέ τήν μελισσοκομία, ἐργάζεται ὡς ὑπεύθυνος τῆς Ἀποθήκης, ἐπωμίζεται τούς Ξενῶνες καί τόν τομέα τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν, συμμετέχει ἄοκνα σέ κάθε δραστηριότητα. Ὅταν ὁ Ἡγούμενος Ἱερόθεος φεύγει ἀπό τοῦτον τόν κόσμο τό 1973, ἀκολουθεῖ μιά δεκαετία, κατά τήν ὁποία πέρασαν ἀπό τόν Ἡγουμενικό θῶκο ἀρκετοί κληρικοί. Οἱ συνθῆκες τοῦ χώρου ὅμως, δέν συνέργησαν στήν παραμονή τους, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Μονή νά ταλανίζεται ὅλη τούτη τήν περίοδο ἀπό τήν ἔλλειψη καταλλήλου προσώπου, πού θά ἀνελάμβανε τήν καίρια αὐτή θέση. Ὁ Γέροντας σιωπᾶ καί προσεύχεται. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τότε, διά τῆς ἐμπνευσμένης ἀποφάσεως τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Σπυρίδωνος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1983 ἀναδεικνύει τόν ταπεινό καί ἄσημο Μοναχό Γαβριήλ, Ἡγούμενο τοῦ Πανορμίτη. Ὡς Ἡγούμενος, μέ τήν ἐπιστασία καί προστασία τοῦ Ἀρχαγγέλου κυβέρνησε ἐμπνευσμένα 23 χρόνια τό Προσκύνημα, δημιούργησε, ἀνακαίνισε, καί ἐξωράϊσε μέ τήν βοήθεια τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, καταλίποντας στούς ἐπιγενεστέρους ἕνα ἐκπληκτικό δημιουργικό ἔργο, τήν ἀνάδειξη τῆς Μονῆς σέ παγκοσμίου ἀκτινοβολίας Ὀρθόδοξο πνευματικό κέντρο. Δίκαια λοιπόν χαρακτηρίζεται σήμερα, ὡς ὁ ἀνακαινιστής καί ἀναμορφωτής τοῦ Πανορμίτη.
Ἄοκνος καί ἀνύστακτος, πρωτοστατεῖ τόσο στά Λειτουργικά του καθήκοντα, ὅσο καί στά διοικητικά. Ἐν πρώτοις «ἀπό φυλακῆς πρωῒας μέχρι νυκτός» προΐσταται τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ἐνῶ πρωτοστατεῖ ἀπό τήν θέση τοῦ Προέδρου τῆς Ἐφορείας, πλαισιούμενος ἀπό ἄξιους συνεργάτες-Ἐφόρους, στίς ἐν γένει δραστηριότητες. Ὁ μακαριστός Ἡγούμενος, κυριολεκτικά ἀναλώθηκε, προσφέροντας τήν ὕπαρξή του στήν διακονία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μή ὑπολογίζοντας κόπο καί κούραση, ἰδιαιτέρως δέ τούς θερινούς μῆνες, στεκόταν ἀρκετές ὧρες τῆς ἡμέρας ἐντός τοῦ Ναοῦ, ὑποδεχόμενος τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν μέ χαμόγελο, εὐγένεια καί καλοσύνη. Ὁ Γέροντας ἦταν εὐχάριστος, γλυκύς, ἐγκάρδιος καί φιλόξενος πρός τούς ἀνθρώπους, γιατί διέθετε ἀγάπη καί ταπείνωση. Σεβόταν τόν κάθε ἄνθρωπο, ὡς μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα ἀπείρου ἀξίας. Κάθε πονεμένος, κάθε ἐμπερίστατος ἄνθρωπος, πού προσορμιζόταν στό ὑπήνεμο λιμάνι τοῦ Πανορμίτη, κατέφευγε μετά τόν Ἀρχάγγελο στήν πατρική ἀγκαλιά τοῦ Ἡγουμένου Γαβριήλ. Καί τέτοιοι ἄνθρωποι, πού ἐπεδίωκαν ἔστω καί μιά ὀλιγόλεπτη συνάντηση μαζί του, ἦταν πολλοί. Ἡ πνευματική αὐτή σχέση, σέ συνδυασμό μέ τήν Χάρη τοῦ Παμμεγίστου Ταξιάρχου, παρηγοροῦσε, ἐνίσχυε, ἐνδυνάμωνε καί ἔδινε τήν δέουσα λύση στά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῶν κουρασμένων καί ἀπογοητευμένων ψυχῶν.
Ἀρκετοί ὅμως ἦταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἐπισκεφθοῦν τήν Μονή. Ἁπλᾶ ἄκουσαν κάποτε γιά τόν Γέροντα καί εὑρισκόμενοι πρό μεγάλων κατ’ ἄνθρωπον ἀδιεξόδων, ἀποφάσιζαν καί ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του τηλεφωνικῶς. Τήν ἴδια πρακτική χρησιμοποιοῦσαν καί ὅσοι γνωστοί ἐμποδίζονταν εἴτε ἀπό τήν ἀπόσταση, εἴτε ἀπό τίς δύσκολες καιρικές συνθῆκες, πού τό χειμῶνα καθιστοῦσαν δύσκολη ἤ ἀδύνατη τήν προσέγγιση στό νησί. Ἔτσι τά βράδυα ἰδιαίτερα, ἱκανό ἀπό τόν χρόνο τῆς ἀναπαύσεώς του ἀφιέρωνε στά τηλεφωνήματα, τά ὁποῖα προέρχονταν ἀπό κάθε σημεῖο τῆς Πατρίδος μας, ἀλλά καί ἔξω αὐτῆς. Ὁ παρηγορητικός του λόγος, ζεστός καί ἐγκάρδιος, μεταφέροντας οὐράνια μηνύματα, καθοδηγοῦσε καί στήριζε τούς ἀνθρώπους. Κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας, ὁ Γέροντας στό Κελλί του μέ τό πετραχείλι του καί τό κομποσχοίνι στό χέρι, δεόταν καί ἀνέφερε διά τῆς προσευχῆς τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων στόν πολυαγαπημένο του Ἀρχάγγελο. Ἡ ἀπάντηση ἐρχόταν, πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς κάθε ἀνθρώπου καί πολλές εἶναι οἱ μαρτυρίες γιά θαυμαστά περιστατικά κατόπιν τῶν προσευχῶν του, ὅπως θεραπεῖες ἀσθενῶν, τεκνογονία ἀτέκνων ζευγαριῶν, τακτοποίηση οἰκογενειακῶν προβλημάτων κ.ἄ.
Ἐπίσης χαρακτηριστική, εἶναι καί ἡ ὑπέρλαμπρη καθαρότητα τῆς Ἱερατικῆς συνειδήσεως πού εἶχε. Διακρινόμενος ἀπό Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό ἤθος καί ἠθική ἀκεραιότητα, ἀπό τήν ἐποχή πού ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης ἐπιτελοῦσε ἀδιαλλείπτως μέ σεμνότητα καί μοναδική ἱεροπρέπεια τίς καθημερινές Ἱερές Ἀκολουθίες στό Καθολικό, οἱ ὁποῖες στό προηγούμενο διάστημα εἶχαν ἀτονήσει. Ὅταν ὁ ἴδιος δέν λειτουργοῦσε, ἔψαλλε πάντοτε ἁρμονικότατα στό ἀναλόγιο, μεταρσιώνοντας τούς πιστούς μέ τήν μελωδική ἀπόδοση τῶν ὕμνων, χάριν στήν εὐλάβειά του καί τήν ἄριστη γνώση τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς πού κατεῖχε. Ὡς αὐθεντικός Ποιμήν, δέν παρέλειπε σέ καμιά λειτουργική σύναξη τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Ἄν καί οἱ γραμματικές του γνώσεις ἦταν λίγες ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου, ἐκεῖνος μέ τήν κατά Θεόν σοφία του, ἐπιμελῶς εὕρισκε διάφορα ἐπικοδομητικά βιβλία, ἀπό τά ὁποῖα διάβαζε κατά τήν κρίση του στό ἐκκλησίασμα, ψυχωφελῆ κεφάλαια. Χαρακτηριστικά ἐπέμενε στό θέμα τῆς κατακρίσεως, τήν ὁποία σέ κάθε εὐκαιρία καυτηρίαζε, ἀφοῦ ὅπως ἔλεγε, ἐκεῖνος πού κατακρίνει τόν ἀδελφό του στερεῖται τῆς ἀγάπης, πού εἶναι τό βασικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ. Καί μέ τόν τρόπο αὐτό νουθετοῦσε, οἰκοδομοῦσε, ἔλεγχε, ἀλλά πρωτίστως ἀνέπαυε τίς ψυχές.
Ὅπου τά χαρίσματα ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ σταυρός τῶν δοκιμασιῶν. Ὁ Μακαριστός Γέροντας, βασανιζόταν ἀπό πολλά καί μεγάλα προβλήματα ὑγείας, γιά τά ὁποῖα οὐδέποτε παραπονέθηκε σέ ἄνθρωπο. Κατά τήν παιδική του ἡλικία πέρασε τήν νόσο τῆς πολυομελίτιδος, ἡ ὁποία τοῦ ἄφησε γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του, μιά εὐδιάκριτη ἀδυναμία κινήσεων τῶν δεξιῶν του ἄκρων. Λίγα χρόνια ἀφ’ ὅτου κατεστάθη Ἡγούμενος, προσεβλήθη στό ἕνα του μάτι ἀπό γλαύκωμα, τό ὁποῖο προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐπέφερε στό μάτι αὐτό ὁλική τύφλωση. Μεγάλη δυσκολία στίς καθημερινές του δραστηριότητες ἐπίσης, τοῦ προξενοῦσε καί ἡ ὀμφαλοκήλη πού κατά καιρόν ὑποτροπίαζε. Βασικό πρόβλημα ὅμως τοῦ δημιουργοῦσε ἡ πνευμονική ἀνεπάρκεια καί τό χρόνιο βρογχικό ἆσθμα, πού τόν βασάνιζαν σέ κάθε ἀλλαγή τοῦ καιροῦ, ἰδιαίτερα δέ τήν χειμερινή περίοδο. Συνέβαινε πολλές φορές, ὁλόκληρη τήν νύχτα νά ταλαιπωρεῖται ἄγρυπνος ἀπό ἀκατάπαυστο βήχα. Τέλος ἐκεῖνο πού κατέστη καί ἡ αἰτία τῆς ἐκδημίας του, ἦταν ἡ στεφανιαῖα νόσος τῆς καρδιᾶς του. Ὅλα τοῦτα ὁ μακαριστός τά ὑπέμενε καρτερικά καί μέ ἰώβεια ὑπομονή, τήν ὁποία ἀντλοῦσε ἀπό τήν σχέση του μέ τόν προστάτη του Ἀρχάγγελο. Κάποτε πού ἐρωτήθη γιά ὅλα τοῦτα, μέ πολύ ἁπλό καί φυσικό τρόπο, ἀπάντησε: «Ὅταν βρεθῶ μπροστά στόν Χριστό, δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά τοῦ δείξω, παρά μόνο τοῦτες τίς ἀρρώστιες».
Ἀδιαμαρτύρητα σήκωνε τόν Σταυρό του, νουθετῶντας ἔτσι καί μέ τήν σιωπή του, ὅλους ὅσους εἶχαν τήν διάθεση καί τήν διάκριση νά κατανοήσουν τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Ἐπιδίωξή του ἦταν πάντοτε τό καλό τῆς Μονῆς, ὅσο κόστος κι ἄν εἶχε γιά κεῖνον. Κανέναν δέν ἀδίκησε, μέ κανέναν δέν ἀντιδίκησε. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού πικράθηκε, ἀκόμα καί ἀπό ἀνθρώπους πού εὐεργέτησε, εἰσπράττοντας «ἀντί τιμῆς αἰσχύνην». Ποτέ δέν κάμφθηκε ἀπό τέτοιου εἴδους πειρασμούς, γιατί ποτέ του δέν ὑπολόγιζε στόν ἔπαινο καί τήν ἐπιβράβευση τῶν ἀνθρώπων. Ἀπόλυτη πεποίθησή του ἦταν, ὅτι λόγο θά ἀπέδιδε μόνον στόν Θεό, ἐκ τοῦ Ὁποίου καί τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ἀναμένει τόν στέφανον καί τόν μισθόν τῶν πιστῶν καί φρονίμων οἰκονόμων τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Ἐπί τῆς Ἡγουμενείας του ἐπίσης, ἡ Μονή συνέχισε καί αὔξησε τό πολυσχιδές πνευματικό καί κοινωνικό της ἔργο, μέ τήν ἀνάπτυξη μεγάλης κοινωνικῆς προσφορᾶς καί δράσεως. Πλέον προσφέρει σέ ἐτήσια βάση ἐργασία σέ 35 ἀνθρώπους, συντηρεῖ τό Ἵδρυμά της, ἐνισχύει πολλές ἄπορες οἰκογένειες, ἀποστέλλει χορηγίες σέ διαφόρους φορεῖς, ἔχει ἀναλάβει τά τροφεῖα ἀπόρων φοιτητῶν, φιλοξενεῖ στούς ὀργανωμένους Ξενῶνες συλλόγους, μαθητές, καί πολύ κόσμο, ὀργανώνει διάφορα συνέδρια κατά καιρούς κ. ἄ. Ἐπίσης ὑπό τήν σοφή καθοδήγηση τοῦ Γέροντα, πραγματοποιήθηκαν πολλά καί οὐσιαστικά ἔργα ὑποδομῆς, ἐξωραϊσμοῦ καί συντηρήσεως των κτισμάτων, τῶν ὁποίων ὁ ἀναλυτικός κατάλογος θά ἦταν ἰδιαίτερα μακροσκελής. Προκειμένου ὅμως νά γίνει ἀντιληπτή ἡ συμβολή του στήν ἀνοδική πορεία καί τήν σημερινή πρόοδο τῆς Μονῆς, θά ἀναφερθοῦν ἐν συντομίᾳ τά ἑξῆς:
Ἀρχικά ἐπισκευάστηκαν τά χαλικόστρωτα δάπεδα στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ, πού ἀγγίζουν τά 200 m2 , καί κατεσκευάσθηκε ἡ μεγάλη ὑδατοδεξαμενή τῶν 1.000 m3. Ἀκολούθησε ἡ ἵδρυση τῶν δύο Μουσείων, Ἐκκλησιαστικοῦ καί Λαογραφικοῦ,τῆς Πινακοθήκης, ἡ διαμόρφωση καταλλήλου χώρου γιά τήν ἐγκατάσταση καί λειτουργία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκθέσεως, ἡ πλακόστρωση ὅλων τῶν βεραντῶν μέ ὁμοιόμορφα πλακίδια ἐντός τῆς Μονῆς καί ἡ μαρμαρόστρωση στίς σκάλες τῶν ὀρόφων. Ἐπίσης δημιουργήθηκε κατάλληλος χῶρος γιά τήν στέγαση τῆς Βιβλιοθήκης, ἡ ὁποία ἀριθμεῖ τουλάχιστον 5.000 παλαιούς καί νέους τόμους. Σειρά εἶχαν τά δύο παρεκκλήσια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τοῦ Προδρόμου, ἐκ τῶν ὁποίων τό δεύτερο ἀνακαινίστηκε ἐξ ἀρχῆς. Κατόπιν ἐξωραῒστηκε ἡ Μεγάλη Τράπεζα καί διακοσμήθηκε μέ μεγάλους ὀρειχάλκινους πολυελαίους, καί βυζαντινές Εἰκόνες τοῦ Δωδεκάορτου. Ὅλα σχεδόν τά παλιά κτιριακά συγκροτήματα τῶν Ξενώνων τῆς Μονῆς, ἀπέκτησαν αὐτόνομους χώρους ὑγιεινῆς καί ἄνετες κουζίνες. Ἕνα ὄνειρο τοῦ Γέροντα ἔγινε πραγματικότητα καί κατόπιν προσωπικῶν του ἐνεργειῶν, ὁλοκληρώθηκε ὁ καθαρισμός τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Ταξιάρχου ἀπό ἐξειδικευμένο συνεργεῖο συντηρητῶν τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ. Ἐν συνεχείᾳ διαμορφώθηκαν προοδευτικά, οἱ χώροι πού σήμερα στεγάζονται τά Γραφεῖα τῆς Μονῆς, τά ὁποῖα μετέφερε ἀπό τήν Σύμη πού λειτουργοῦσαν μέχρι τότε, στούς χώρους τῆς Μονῆς στόν Πάνορμο. Ἡ λειτουργία τους στόν φυσικό τους χῶρο, προσέδωσε πληρέστερη ὀργάνωση, κῦρος καί περισσότερη λειτουργικότητα στήν διοίκηση. Ἄλλα σημαντικά ἔργα ὑποδομῆς ἦταν ἡ κατασκευή καί ὁ ἐξοπλισμός τοῦ Ξυλουργείου, τοῦ πλυντηρίου τῶν Ξενώνων, ἡ προέκταση τοῦ προβλήτα, ὁ ἠλεκτοφωτισμός πέριξ τοῦ ὅρμου, κ. ἄ.
Ἡ σπουδαιότητα καί ἡ ἀξία τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Ἡγουμένου Γαβριήλ ἀναγνωρίστηκε ἀπό πολλούς καί κορυφαίους φορεῖς, ὅπως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν προηγουμένη Ἐκκλησιαστική Ἀρχή Ἱερά Μητρόπολη Ρόδου, τόν Δῆμο Σύμης καί ἄλλους Δήμους, Συλλόγους κ.τ.λ. Ἰδιαίτερο συμπαραστάτη ὅμως ὁ Γέροντας εὑρῆκε στό σεπτό πρόσωπο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐγκαταστάσεώς του στήν Σύμη τόν ἐκτίμησε καί τόν τίμησε, ἀγκάλιασε τίς προσπάθειες, ἀφουγκράστηκε τήν ἀγωνία του καί ἐνίσχυσε τόν ἀγῶνα του. Εἰς τόν Μητροπολίτην του ὁ Γέροντας εὑρῆκε τόν κατά πνεῦμα πατέρα, τόν συμπαραστάτη, τόν συμβοηθό Κυρηναῖο εἰς τήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ. Ἔτσι κατόπιν δικαίας εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀναγνώρισε καί ἐπαίνεσε ἐμπράκτως τό ἔργο καί τήν βιοτή του, μέ τήν ἀναγόρευσή του ἀπό τήν Α. Θ. Π. τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, σέ Ἀρχιμανδρίτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἡ ἀπονομή τῆς τιμητικῆς αὐτῆς διακρίσεως, πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τῶν Ταξιαρχῶν τό ἔτος 2005, διά τῶν τιμίων χειρῶν τοῦ Μητροπολίτου μας καί ἀπετέλεσε τήν τελευταία ἐπίγεια χαρά τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα. Ὁ ἴδιος ἄφησε τόν μάταιο τοῦτο κόσμο τήν 3η Ἀπριλίου τοῦ 2006. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, στά 82 του χρόνια, ἔχοντας συμπληρώσει 60 ὁλόκληρα ἔτη ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς στήν Ἱερά Μονή τῆς μετανοίας του, καί παράλληλα στίς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων πού καταφεύγοντας σέ τοῦτο τό γαλήνιο λιμάνι τῶν ψυχῶν, εἶχαν τήν εὐλογία νά γνωρίσουν τόν χαρισματικό αὐτόν Ποιμένα.»